καταγεύομαι

καταγεύομαι
καταγεύομαι
taste
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταγεύομαι — (AM) μσν. παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς τῇ γεύσει νικηθείς» αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι 2. εξετάζω …   Dictionary of Greek

  • καταγευσθείς — καταγεύομαι taste aor part mp masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγευέσθω — καταγεύομαι taste pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • κατάγευσις — κατάγευσις, ἡ (Α) [καταγεύομαι] η δοκιμή με τη γεύση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”